ιπνή

ιπνή
ἰπνή, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐφιππίς
Σικελοί».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίπνη — ἴπνη, ἡ (Α) πτηνό που χτυπά με το ράμφος του τους φλοιούς τών δέντρων, ίσως ο δρυοκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με τα ἴππα και σίττη, που δηλώνουν το ίδιο πτηνό] …   Dictionary of Greek

  • ἴπνη — woodpecker fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνῶν — ἴπνη woodpecker fem gen pl ἰπνός oven masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνην — ἴπνη woodpecker fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππα — ἵππα, ἡ (Α) 1. δρυοκολάπτης 2. ως κύριο όν. ἡ Ἵππα η τροφός τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με τα ἴπνη και σίττη, που δηλώνουν το ίδιο πτηνό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”